ψευδίζω

ψευδίζω
zézayer

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ψευδίζω — ψευδίζω, ψεύδισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ψευδίζω — Ν [ψευδής] έχω ή εμφανίζω ψευδισμό, τσευδίζω …   Dictionary of Greek

  • ψευδίζω — ψεύδισα, τραυλίζω, έχω ελαττωματική προφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταψελλίζομαι — (Α) δυσκολεύομαι να προφέρω καλά όλα τα γράμματα, ψευδίζω («κατεψελλισμένοι τὴν φωνὴν ὑπὸ τοῡ οἴνου», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ψελλίζομαι «ψελλίζω»] …   Dictionary of Greek

  • περιβαμβαίνω — ΜΑ (σχετικά με δόντια) χτυπώ δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. περι * + βαμβαίνω «τρέμω, τραυλίζω, ψευδίζω»] …   Dictionary of Greek

  • τσευδίζω — και τσεβδίζω Ν [τσευδός / τσεβδός] ψευδίζω …   Dictionary of Greek

  • υποτραυλίζω — ΜΑ [τραυλίζω] ψευδίζω λιγάκι, μιλώ κάπως ψευδά («ὑπὸ τοῡ ἀκράτου πονηρῶς ἔχων και ὑποτραυλίζειν γελοίως», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • ψευδισμός — ο, Ν ιατρ. διαταραχή τού προφορικού λόγου που αφορά την άρθρωση και την προφορά, χωρίς εμφανή οργανική βλάβη τών φωνητικών οργάνων, κν. τσεύδισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ψεύδισμα — ίσματος, το, Ν [ψευδίζω]ψευδισμός …   Dictionary of Greek

  • τραυλίζω — τραύλισα 1. αμτβ., είμαι τραυλός, πάσχω από τραυλισμό, ψευδίζω. 2. είμαι βραδύγλωσσος. 3. μτβ., λέω κάτι με αργή φωνή, ψελλίζω: Τραύλισε μια δικαιολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσεβδίζω — τσέβδισα, ψευδίζω, είμαι τσεβδός, τραυλίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”